- θαλερωπις
- θαλερῶπιςθᾰλερ-ῶπις-ιδος adj. f ясноокая или с юным ликом
(Ἠώς Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἠώς Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θαλερώπις — θαλερῶπις, ιδος, ἡ (Α) θαλερόμματος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλερός + ώπις (< ωψ, ωπός «μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. βο ώπις, γλαυκ ώπις) … Dictionary of Greek
θαλερώπιδος — θαλερώ̱πιδος , θαλερῶπις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)